- κεφαλαιουχικός
- -ή, -ό1. κεφαλαιικός2. φρ. «κεφαλαιουχικά αγαθά» — τα οικονομικά αγαθά που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή άλλων αγαθών, καταναλωτικών είτε κεφαλαιουχικών, και που διακρίνονται σε πάγια ή διαρκή, όπως είναι ο κτηριακός και μηχανολογικός εξοπλισμός τών επιχειρήσεων, σε αγαθά για επεξεργασία και σε αγαθά για τη διενέργεια τής παραγωγικής διαδικασίας και τη λειτουργία τών μηχανών.
Dictionary of Greek. 2013.